Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Διόνυσον νεβρώδεα, νεβριδόπεπλον ΙΙ



Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο)
Alphabetic letter epsilon, entry 1910, line 1

<λαφίαι>· ο τν λάφων στράγαλοι (Eupol.)
<
λαφίνης>· νεβρός
<
λάφιον>· κώνειον
*<
λαφηβόλος>· κυνηγός.
<λαφηβόλος>· κυνηγός. APvgn π εδους νς τν κυνηγου-
 μένων (Σ 319)
<λαφοβοσκός>· εδος βοτάνης
<λαφογενές>· τς λάφου μυελός
<λαφον κεραόν>· ἄῤῥενα. γρ ἄῤῥην χει κέρατα (Γ 24)
<λαφος>· νεβρός
<λάφου πηρίς>· οτος δοκε βρωθες πρς συνουσίαν ρμόζειν

Hesychius Lexicogr., Lexicon (ΑΟ)

<λλοί>· λληνες ο ν Δωδών S κα ο ερες (Π 234 v. l.)
<λλόμενα>· περικλειόμενα
<λλόν>· γαθόν. γλαυκόν. χαροπόν. νθαλάττιον. ταχύ. φωνον.
 γρόν. λαφον νεογνόν (τ 228)
<λλοπες>· λλείποντες τς πός, τουτέστιν φθογγοι, φωνοι
 <κα ο λεπιδωτοί.> κα δασες. κα τραχες. κα ποικίλοι  
<λλόπιδας λέξις παρ Κρατίν (fr. 408). γέγονε δ παρ
 τος <λλούς>, κα λέγει κοινς τος νεβρος κα τος στρου-
 θούς· νεοττος φεως π το λλεσθαι
<λλοπιες>· [φωνοι. κα ο λεπιδωτοί]
 [<λλοπίς>· εόφθαλμος. χαροπή]
<λλοπιες>· ο νν ρεται, παρ Χαλκιδεσιν
†<λλοπγαθήν
<λόωσιν>· λάσωσιν (Ν 315)
<λλός>· τ κγονον τς λάφου νεογνόν, νεβρός (τ 228), κα
 Δωδωναος. κα νθαλάττιος

<νελος>· νεβρός
….
*<νες>· νερα (λ 219) ASgn          
<νεύει>· τείνει
<νηθεσα>· καθαρθεσα, κενωθεσα (Hippocr.)
 [<νία>· λρα]
<ν μίνν μίσει
<νίον>· τ πισθεν το τραχήλου νερον (Ε 73) r. κα συνα-
 γωγ τν χειρν πρς λλήλας. μέτρον. υόν
†<νιπίσας>· κρούματα ποιά
*<νις>· υἱὸς νέος, πας, βρέφος, πόγονος νήπιος (Eur. Troad.
 571) ASvg

 b) <νούλεους>· νεβρός. νικς
*<νος παδας>· <ν Κάδμου θυγάτηρ> AS
Hesychius Lexicogr., Lexicon (ΑΟ)
Alphabetic letter kappa, entry 2193, line 1

<κεμάς>· νεβρς λαφος r τινς δ δορκάς (Κ 361)

…<νέβρακες>· ο ἄῤῥενες νεοττο τν λεκτρυόνων
*<νεβρίδων>· δορν λάφων (Eur. Bacch. 111 Phoen. 792) AS
*<νεβρίς>· λάφου δορ Anp
*<νεβροί>· λάφων γεννήματα (Δ 243?) (r. ASvgnp)  
<νεβρός>· νεωστ ες βορν ληλυθώς. νεοβόρος

Στη Λέσβο, η λατρευόμενη στην κορυφή του όρους  Τριάς είναι ο Δίας Ανταίος, (Ενάντιος, αντικρινός, εχθρικός, πολέμιος, δυσμενής κλπ) η Ήρα πάντων γενέθλας και ο Διονύσος Κεμηλιος-ωμηστής

Κεμήλιος : εκ του κεμάς, νεαρός έλαφος, ο οποίος εσπάρασσετο υπό των Βακχών κατά τα όργια. Σημείωστε ότι και ο Αθάμας μέσα στην παράνοιά του είδε τον Μελικέρτη, προτού εκείνος εμβληθεί στον λέβητα ως έλαφον…

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – μαι)
Alphabetic entry nu, page 403, line 44

<Νεβρς>, σημαίνει τ τς λάφου γέννημα· παρ τ
 νεωστ πρς βορν έναι· παρ τ νη στερητικν
 κα τ βορά· σημαίνει τν τροφήν· τ στερημένον  τς βορς.

Νεβρός, της ελαφίνας το γέννημα, που αποτελεί την προσφάτη τροφή, την νέα τροφή, λεία του σαρκοφάγου ή, από το στερητικό νη+βοράν, το στερημένο της τροφής… το αδύναμο και το μικρό που δεν εχει ακομα φάει αρκετή τροφή…

Lexica Segueriana, Glossae rhetoricae (e cod. Coislin. 345)
Alphabetic entry nu, page 282, line 20

<Νεβρίζειν>: νεβρο δέρμα φορεν. νεβρς δ κγονόν στιν λάφου.

Τα επίθετα του Διονύσου σχετίζονται  με το δέρμα του νεβρού ή νεβρίδα που φορά εκείνος καθώς και οι βάκχες του. Τα ζώματα, το εσωτερικό φόρεμα που έφτανε μέχρι τη μέση και το φορούσαν και οι ομηρικοί πολεμιστές, άλλοτε ζώμα ονομάζεται και η ζώνη ή το ζωνάρι, που φορούν στο στήθος τους.

Ο Ακταίων, ο ξάδερφος του Διονύσου όταν συνάντησε την Αρτέμιδα, λουόμενη στην Παρθένιον πηγήν, μόλις έχουσα ανακτήσει την παρθενίαν της, και βλέποντάς την γυμνή- τιμωρήθηκε από την θεά να μεταβληθεί σε ελάφι – βλέπε Διόνυσο Κεμήλιον -  που τον κατασπάραξαν οι ίδιοι του οι σκύλοι. Σε άλλη όμως διδακτική παραλλαγή η τιμωρία του Ακταίου οφείλετε στον έρωτά του για την Σεμέλη- βλ. παλ. Κείμενα.

Είδαμε τον Νεβρώδ(η) τον μεγάλο κυνηγό και γίγαντα όλα όσα δίδονται μέσα από τα αρχαία κείμενα και τις αναφορές στο όνομα του.
Πουθενά σε κανένα λεξικό δεν δίνεται η ερμηνεία του ονόματος του.
 Στα ραβινικά συγγράμματα ετυμολογούν το όνομα Νεβρώδ (εβρ., Νιμρώδ) ως προερχόμενο από το εβραϊκό ρήμα "μαράδ", που σημαίνει «στασιάζω». Ως εκ τούτου, το Ταλμούδ  αναρωτιέται : «Γιατί, λοιπόν, ονομάστηκε Νεβρώδ (εβρ., Νιμρώδ); Επειδή υποκίνησε ολόκληρο τον κόσμο να στασιάσει (χιμρίντ) εναντίον της κυριαρχίας Εκείνου [δηλαδή του Θεού]».— (Encyclopedia of Biblical Interpretation), του Μεναχέμ ΜΚάσερ, Τόμ. 2, 1955, σ. 79.

Ψάχνοντας λοιπόν σε αρκετά εβραϊκά λεξικά δεν μπόρεσα να βρω καμία ερμηνεία της λέξης. Αυθαίρετα συνδυάζουν μια λέξη, ένα όνομα, δίνοντάς του μια ερμηνεία - το ρήμα μαράδ = στασιάζω και έτσι ονομάζουν τον Νεβρώδ ως τον πρώτο ΣΤΑΣΙΑΣΤΗ εναντίον του Θεού- αλλα κατ΄ουσίαν εναντίον του έθνους του Ιεχωβά, καθώς είναι αυτός που τους κατέλαβε και τους συνέτριψε ως λαό.

 …Τα περισσότερα λεξικά μιλούν για τον γιό ενός Κουσίτη/Χουσίτη- βλέπε παλαιότερα κείμενα, και για μια λέξη που στην ουσία την θεωρούν ως Βαβυλωνιακή ή Σουμερική ή ακόμα στην καλύτερη των περιπτώσεων ως αρχαία Αραμαική –
Θεωρούν ότι το όνομα του ΝΕΒΡΩΔ προέρχεται από την ονομασία του Μαρδουκ ή του ΝARUDU  ή είναι το όνομα ενός πρίγκηπα της Βαβυλώνας του  Nu-Marad του ανθρώπου ή του γιου του Στασιαστή ή αυτού που στασίασε !!!
Ίσως η λέξη Νεβρώδης/Νευρώδης δεν υπάρχει στις γνώσεις τους ή τα λεξικά τους – ή πολύ απλά δεν τη γνωρίζουν …

Νεβρώδης είναι το επίθετο του Διονύσου/Βάκχου, είναι αυτός που φέρει το κομμάτι του παρδαλού ρούχου στο στήθος του ή αλλιώς και ο φέρων το δέρμα του νεβρού.
Όμως νευρώδης είναι ο όμοιος με νεύρο, ίνα, με μύς, και φλέβες,  αλλά και ο γεμάτος ισχύ, δύναμη, σφρίγος,  ο ισχυρός και ο δυνατός….Ο τεντωμένος ως χορδή. Νευροχαρής ο Απόλλων, αυτός που αγαπάει να τοξεύει …
Νευρόω σημαίνει τεντώνω τα νεύρα, ενδυναμώνω και ενισχύω…
Ακριβώς σαν τον Νεβρώδ – τον κραταιό κυνηγό εναντίον του Ιεχωβά, στο δέκατο κεφάλαιο της Γένεσης.

Αν η Ασσυρία πήρε το όνομα της προφανώς από τον Άσσουρ, γιό του Σημ, ο Νεβρώδ ως εγγονός του Χάμ, πρέπει να εισέβαλε σε σημιτική περιοχή. Ήταν ο πρώτος δυνατός βασιλιάς και ήρωας, εξ ου και γίγας, όχι μόνο ως κυνηγός ζώων αλλά και ως πολεμιστής και επιδρομέας. Η μεγάλη κυνηγετική δράση του και ο ηρωισμός εννοείτε ότι ήταν πράγματα εκ φύσεως συνδεόμενα. Ακόμα και σήμερα η λέξη κυνήγι χρησιμοποιείται συχνά  σε βίαιες συγκρούσεις, ή εκστρατείες …


Brown-Driver-Briggs

נִמְרֹד, נִמְרוֺד proper name, masculine Nimrod (etymology and meaning wholly unknown; Thes (dubious) below מָרַד rebel (of which Hebr. may have thought [compare LagBN 105]); in fact probably Babylonian name;
1 = a god e.g. Marduk, Wecompare Hexateuch (2), 308 f.; Nimrod, Encycl. Brit. (9). xvii. 511, RSSemitic i. 91 n.; 2d ed. 92; HomPSBA xv (1893), 291-300 proposes Narûdu = *Namra-uddu, a star-god.
2 < name of Babylonian king or prince: Nu-marad = 'Man of Marad' compare DlPa 220 DeGenesis 10:8 [1887]; more plausibly = Nazi-maraddash (marattash, murudas), HptAR July, 1884, 93 f. DlK (1884) SayAth. Feb. 16, 1895, Acad. Mar. 2, 1895 (compare Cheib. Mar. 9), — i.e. a Kashite king, B.C. 1378, but dubious, compare HptBAS i (1889), 183, JeremIzdubar-Nimrod, 1891, 1 ff.); — son of כּוּשׁ (q. v.), hero and hunter Genesis 10:8,9 (J; king in Babylonia, builder of Nineveh, etc. Genesis 10:10f.), נִמְרוֺד 1 Chronicles 1:10; אֶרֶץ נִמְרֹד Micah 5:5 ("" אֶרֶץ אַשּׁוּר); ᵐ5 Νεβρωδ.

Όμως ας περάσουμε και στην ερμηνεία που δίδεται από τα εβραϊκά λεξικά που ερμηνεύουν τον Νεβρώδ ως  Στασιαστή, και της ερμηνειας ότι το ονομά του προέρχετε από το ρήμα που φωνητικά προφέρετε ως «μαράδ» μερικές αναφορές σε λεξικά μας δίνουν το ελληνικότατο ρήμα σμαραγέω – σ-μαράσσω-σπαράσσω, αλλα και το μαραίνω με παρόμοια σημασία…

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum
Kallierges page 720, line 57
<Σμαραγε>: Ψοφε, κτυπε· π το σμάραγος,
σμαραγ· τοτο παρ τ σπαράσσω σπάραγος κα
σμάραγος, ψόφος, χος. Κυρίως γρ σμάραγος,
π σπαραγμο χος. στι δ κα τερον σμα-
ραγ, κα σημαίνει τ λάμπω· ξ ο κα σμάραγδος,
λαμπρότατος λίθος. Παρ τ μαίρω, τ λάμπω,
μέλλων, μαρ· κατ παραγωγν, μαράσσω· πλεο-
νασμ το σ, σμαράσσω· κα ηματικν νομα,
σμάραγος κα σμάραγδος. 

Σμαραγέω –σ-μαράσσω  = βροντώ, χτυπώ, κάνω κρότο, αντιβουίζω, αντιδονώ, μπουμπουνίζω, πλαταγιζω, κροταλίζω, αχώ, βομβώ, βοώ…
Σπαράσσω= ξεσκίζω, πληγώνω, κατασπαράζω, καταξεσκίζω, σπαράζω, σπαρταρώ, κομματιάζω, ταράζω, αναταράζω, προξενώ σπασμό, μαδώ, τραβώ με τα δόντια, διαρρηγνύω, διασύρω, διαπομπεύω, εξευτελίζω, κουρελιάζω κλπ…
Μαρώ/αινω = εξασθενώ, σβήνω, αφανίζω, καταστρέφω 


συνεχίζετε ...

Διόνυσον νεβρώδεα, νεβριδόπεπλον ...



Στην Ελληνική ανθολογία  όπως ονομάζεται από τους μελετητές  όπου υπάρχουν καταγεγγραμμένα επιγραμμάτα και ποιημάτα αρχαίων κλασσικών Ελλήνων και βυζαντινών ποιητών από τον 7ο π.Χ. μέχρι τον 10ο ή και το 12ο μ.Χ. αιώνα και σ’ έναν Αδέσποτο Ύμνο του Διονύσου, διάβαζουμε δύο επίθετα του που θα μας απασχολήσουν στην παρακάτω ανάρτηση. Νεβρωδέας και Νεβριδόπεπλος –δίδω ολόκληρο τον ύμνο παρακάτω :

Anthologia Graeca, Anthologia Graeca
Book 9, epigram 524, line 14

Αδέσποτον
Ύμνος εις Διόνυσος

Μέλπωμεν βασιλήα φιλεύιον, ειραφιώτην,
αβροκόμην, αγροίκον, αοίδιμον, αγλαόμορφον,
Βοιωτόν, βρόμιον, βακχεύτορα, βοτρυοχαίτην,
γηθόσυνον, γονόεντα, γιγαντολέτην, γελόωντα,
Διογεν, δίγονον, διθυραμβογεν, Διόνυσον,
Ειον, εχαίτην, εάμπελον, γρεσίκωμον,
ζηλαον, ζάχολον, ζηλήμονα, ζηλοδοτρα,
πιον, δυπότην, δύθροον, περοπα,
θυρσοφόρον, Θρήικα, θιασώτην, θυμολέοντα,
νδολέτην, μερτόν, οπλόκον, ραφιώτην,
κωμαστήν, κεραόν, κισσοστέφανον, κελαδεινόν,
Λυδόν, ληναον, λαθικηδέα, λυσιμέριμνον,
μύστην, μαινόλιον, μεθυδώτην, μυριόμορφον,
νυκτέλιον, νόμιον, νεβρώδεα, νεβριδόπεπλον,
ξυστοβόλον, ξυνόν, ξενοδώτην, ξανθοκάρηνον,
ργίλον, βριμόθυμον, ρέσκιον, ορεσιφοίτην,
πουλυπότην, πλαγκτρα, πολυστέφανον, πολύκωμον,
ηξίνοον, αδινόν, ικνώδεα, ηνοφορα,
σκιρτητήν, Σάτυρον, Σεμεληγενέτην, Σεμελα,
τερπνόν, ταυρωπόν, Τυρρηνολέτην, ταχύμηνιν,
πνοφόβην, γρόν, μενήιον, λήεντα,
φηρομαν, φρικτόν, φιλομειδέα, φοιταλιώτην,
χρυσόκερων, χαρίεντα, χαλίφρονα, χρυσεομίτρην,
ψυχοπλανή, ψεύστην, ψοφομηδέα, ψυχοδέκτην,
ώριον, ωμηστήν, ωρείτροφον, ωρεσίδουπον.
μέλπωμεν βασιλήα φιλεύιον, ειραφιώτην.)

Μερικές αναγραφές σε λεξικά για να δούμε  τις ερμηνείες που δίδονται για τον νεβρό.


Νεβρός (βλ. νέος, νήπιος) το νεογνό του ελαφιού, επί παραδόξου πράγματος, νέβραξ, νέβρειος, νεβρή, νευρίας, νεβρίδιον, νεβριδο- νεβρίζω, νεβρίς, νεβρισμός, νεβρίτης, νεβρόομαι, νεβρόω, νεβρώδης.

Νεύρον (νεαρόν (α>υ) βλ. νεβρός, διότι από διότι από έντερα νεαρών ζώων ή από νεβρίδες ( = δέρματα νεβρών), κατασκεύαζαν χορδές.- χορδή ή σχοινί, από νεύρα ή άκρα του μυός, με τα οποία αυτός προσκολλάται στο οστό, νεύρο του νευρικού συστήματος, ρώμη, ισχύς, δύναμη, η χορδή του τόξου, ή σφενδόνης, νευρία, νεύρα, νευρή, νευράς, νευρικός, νευρικόν, νεύρινος, νευρο-, νευρόω, νεύρωσις, νευροειδής, νευρώδης, νευρωτικός, νεύρ-, νευριάζω, νευρίασμα, νευριαστικος, νευρισμένος, νευρικότητα, νευρίνωμα

Ελλός το νεογνόν της Ελάφου, διότι κρύπτεται, λουφάζει επί του εδάφους, Ελλάς, Σελλοί- Ελλοί, Ελλην, Ελλάδα, Έλληνας, Έλλην είναι όλες λέξεις με κοινή ρίζα

Από το Ετυμολογικόν Λεξικόν Ελληνικής γλώσσας του Σταύρου Ν. Βασδέκη…

Suda, Lexicon
Alphabetic letter nu, entry 127, line 1

<Νεβρίζων·> Δημοσθένης πρ Κτησιφντος. ο μν ς το
τελοντος νεβρίδα νειμένου κα τος τελουμένους διαζωννύντος νε-
βρίσιν, π τ νεβρος διασπν κατά τινα ρρητον λόγον.
<Νεβρίς:> λάφου δέρμα. ν πιγράμμασι· νθετό σοι κορύναν
κα νεβρίδας μέτερος Πάν.
<Νεβρίς.> κισσωτν στέρνοις νεβρίδ' ναπτομένη.
<Νεβρός:> λάφου γέννημα, οονε π τν βορν ξιν κα νε-
μόμενον. τυμολογεται δ νεοπόρος τις ν. κα <Νεβρείη
καρδία.> Βάβριος· πεινσα κερδώ, καρδίην δ νεβρείην λάπτει πεσοσαν,
ρπάσασα λαθραίως.
<Νεβρώδ:> νομα κύριον. φ' ο ο γίγαντες.
<Νεβρώδης:> νομα κύριον
 
Cyranides, Cyranides
Book 2, section 27, line 2


Περ νεβρο.
 Νεβρός στι τ τς λάφου γέννημα.

Εustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarium in Dionysii periegetae orbis descriptionem
Section 310, line 5

                                 Σημείωσαι δ τι νεβρός
μν τ γέννημα τς λάφου δι το β γράφεται,
Νευροί δ τ θνικν, ο κα Νευρται, δι τς ευ διφθόγγου.


Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarium in Dionysii periegetae orbis descriptionem
Section 700, line 24

Οτοι ο Καμαρται τν Βάκχον
νδν κ πολέμου, φησ, δεξάμενοι ξένισαν, κα τας
Λήναις, στι τας Βάκχαις, συνεχόρευσαν, τ κείνων
φορήματα, ζώματα δηλαδ κα νεβρδας, π στήθεσι
βαλόντες, εο Βάκχε λέγοντες. μνητικν δ ν τοτο
τ λόγιον τ Διονύσ πιφωνούμενον, σπερ κα τ
εάν· θεν κα τ εόζειν παράγεται, κα Διόνυσος  
Εϊος λέγεται. Τατα δ ο μν δάσυνον, ς νθου-
σιαστικ πρωτόθετα πιρρήματα, ο δ ψίλουν, ντ
το ε ο, τουτέστιν ατ, κλαμβανόμενοι τν το
Περιηγητο ταύτην φωνν, κα ξ ατς τ εάν προά-
γοντες, τάχα μν ν μι λέξει, τάχα δ κα ς κ δύο
σύνθετον, το ε κα το αν. στέον δ τι α Βάκχαι
α το Διονύσου παδο ες μπέλους λληγορονται·
τροφο γρ αται το ες ονον κλαμβανομένου Διονύ-
σου. Α δ Διονυσιακα νεβρδες τν τν σταφυλν ν
χρό ανίττονται πολυείδειαν· πολύχροοι γρ κα α νε-
βρδες κα ποικίλαι τος στίγμασιν· κα τ τν με-
θυόντων πεμφαίνουσιν γενές· δειλν γρ νεβρς,
τ τς φυζακινς λάφου νεογνν, ο δορ νεβρίς·
κα διότι ποικίλοι τ ες νον δι τ εμετάβολον
ο μεθύοντες, ποικίλον δ κα νεβρς δι τ πολύ-
στικτον.

Οι Διονυσιακές νεβρίδες επικροτούν και επιδοκιμάζουν την χροιά, την ποικιλία την πολυμορφία των δερμάτων που ομοιάζουν την χροιά των σταφυλιών – αποχρώσεις … Διαφορετικές αποχρώσεις έχουν και οι νεβρίδες και πολλές μορφές στο χρώμα και στα πλουμίδια, στα σχέδια τους πάνω στο δέρμα των νεαρών ελαφιών…
Ή και των μεθυσμένων φανερώνει την αγένεια, την ανανδρία τους, καθώς είναι δειλό το ελαφάκι, της δειλής ελαφίνας ο νεογνός, και δεν θα πρέπει να σκοτώνεται ή ότι η ευμετάβλητη, αλλοπρόσαλλη, ασταθής και ευμετάβλητη σκέψη  στον νου των μεθυσμένων, ποικίλει όπως και της νεβρίδος το κατάστικτο, κηλιδωτό, παρδαλό πιτσιλωτό, ποικιλόχρωμο δέρμα…


συνεχίζετε ...